ἄποτμος, -ον
infortunado de pers.
οἶτον ἀπότμου παιδόςIl.24.388,
ἀποτμότατος ... θνητῶν ἀνθρώπωνOd.1.219,
ὀϊζυρὸς καὶ ἄ.Od.20.140,
ἀποτμότατος ... ξείνωνAlex.Aet.3.32,
ἀποτμότερος ζωώντωνMosch.4.11
•infortunado, de infortunio de abstr.
βοάA.Pers.280,
διοίσω πότμον ἄποτμονE.Hipp.1144,
ἄ. φόνος ἕνεκ' ἘρινύωνE.Ph.1306.