< ἀπηλλαγμένως
ἀπήμαντος >
ἄπηλος
,
-ον
carente de barro
ἄπηλα πεδία, ἄπηλος ὁδός
S.
Fr
.828b
•
fig. de una persona excesivamente puritana
ὦ λίαν ἄπηλε σύ
Gr.Naz.M.37.21B.