< ἀπεπιστήμων
†ἀπεπορίανεν· >
ἄπεπλος
,
-ον
1
abs. sin peplo de Alcmena
ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς
Pi.
N
.1.50, cf.
Fr
.52u.14.
2
c. gen.
no vestido de
φαρέων λευκῶν
E.
Ph
.324.