< ἀπέπειρος
ἄπεπλος >
ἀπεπιστήμων
,
-ον, gen. -ονος
ignorante
subst. τὸ ἀ.
la ignorancia
ἡ δὲ διὰ τοῦ ἀπεπιστήμονος κακοπραγία
Chrysipp.
Stoic
.3.138.