ἄπαυστος, -ον
I
(ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον(el Ser) sin principio ni fin Parm.B 8.27,
αἰώνA.Supp.574,
βίοςPl.Ti.36e,
ἄταS.Ai.1186,
ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν)Pl.Cra.417c,
σταγώνE.Supp.82,
κυκλικήThphr.Metaph.5,
ἕξιςPlu.2.159d, cf. Procl.Inst.206
•neutr. plu. como adv.
ἐψιθύριζον ἄπαυσταRom.Mel.7.εʹ.3.
2 insaciable
δίψαTh.2.49,
γνάθοιAntiph.237.4,
ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτωνEus.Mynd.1.
II adv. -ως inacabablemente, eternamente
δι' αἰῶνοςArist.Mu.391b18, cf. Corn.ND 34, PMasp.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno
καταδίκην τοῦ πυρὸς ἄ. κολάζεσθαιIust.Phil.Dial.45.4.