< ἀπαυρίσκομαι
ἄπαυστος >
ἀπαυστί
adv.
incesantemente
γλώσσης ἀ. στάζε μυξώδης ἀφρός
S.
Fr
.687a, D.C.37.46.4, 40.15.6, cf. Sud.