ἄνοια, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀνοίη Thgn.453; ἀνοιίη Hippon.75.3; eol. ἀνοιΐα Alc.112.1; ἀνοία A.Th.402
• Prosodia: [-ᾰ, pero -ᾱ A.Th.402; -ῐ- Hippon.l.c., Alc.l.c.]


1 falta de νόος o de entendimiento Democr.B 282.

2 estupidez, necedad Hdt.6.69, πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι es una gran locura entrar en guerra Th.2.61, ὑπ' ἀνοίας A.Pr.1079, Is.3.17, Philem.143, τῆς σῆς <δ'> ἀνοίας ... διδάσκαλον E.Ba.345, τὴν ἄνοιαν εὖ φέρειν E.Hipp.398, de un rey ἀνοίᾳ καὶ πονηρίᾳ πάντας ὑπερβεβληκὼς τοὺς πρὸ αὐτοῦ I.AI 8.318, πολλῇ ἀνοίᾳ χρώμενος siendo un gran necio Antipho 3.3.2, δοῦναι δίκην τῆς ἀνοίας recibir castigo (las amazonas) por su insensatez Lys.2.6, ἄνοιαν ὀφλισκάνων siendo considerado un estúpido D.1.26, τίκτει ... ἀπαιδευσία ... μετ' ἐξουσίας ἄνοιαν ignorancia unida al poder suele engendrar insensatez Arist.Fr.57, ὑπερβολὴν ἀνοίας Plb.34.6.15
op. μανία: διὰ μανίαν ἢ τινα ἄνοιαν Pl.R.382c, cf. D.L.1.92, pero δύο ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν, τὸ δ' ἀμαθίαν Pl.Ti.86b
de anim. τὰ δ' ἤθη τῶν ζῴων ... διαφέρει κατὰ ... νοῦν καὶ ἄνοιαν Arist.HA 610b22.