< ἀνοθηρόν·
ἄνοια >
ἄνοθος
,
-ον
1
auténtico
,
puro
εὔνοια
Ph.1.454,
κάλλος
Ph.2.156.
2
adv. -ως
de manera pura
φιλοσοφεῖν ἀ.
Ph.2.216.