ἄνισος, -ον
• Morfología: [fem. -η Aesar.p.51, Syrian.in Hermog.1.100.13]
I
τὰ τοῦ πήχεως ὀστέαHp.Fract.37,
αἱ σχαλίδεςX.Cyn.2.7,
μήκη χρόνωνPh.1.143
•geom.
αἱ τῶν τμημάτων ἐπιφάνειαιDemocr.B 155, cf. Chrysipp.Stoic.2.160,
πλευραίPl.Ti.54c, Euc.1 Def.20
•fig. de pers. Arist.Pol.1280a13, 23,
μάχηPlb.10.12.6,
συνθήκηPlb.12.16.12,
ἀγώνPh.1.198
•c. dat.
ἄνισος ἀρεταῖς παναρχόντων γόνοςPMasp.120ue.F 24, cf. 131ue.A 7 (VI d.C.).
2 injusto de pers., Arist.EN 1129a33, 1129b10,
χεῖρεςAP 9.263 (Antiphil.)
•subst. τὸ ἄ. lo injusto D.26.13.
3 de números impar
οἱ παλαιοὶ ἄνισον τὴν δυάδα ἐκάλουνTheol.Ar.10
•subst. τὸ ἄ.
op. τὸ ἄρτιονMeth.Symp.3.3.
II adv. -ως injustamente
ἀνίσως ... ἔσχε πρὸς ὑμᾶς ἈνδροτίωνD.24.168,
ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάςArist.Pol.1282b24,
μερίζειν ... ἀ.Plb.38.15.4.