< ἀνίκονος
ἀνίκω >
ἄνικτον
,
-ου, τό
lugar inaccesible
,
impenetrable
οὔτε ἐπ' (ἀ)νίκτῳ οὔτε πάτῳ
ICr
.2.19.7.20 (Falasarna, Creta IV a.C.).