< ἄνικτον
ἀνίλαστος >
ἀνίκω
dud.
alcanzar
,
llegar a
τιμαί τ[ε] καὶ στεφάν[ο]ι εἰς δόξαν ἀνίκοντα (τᾶι) [πό]λ[ε]ι
IM
46.16 (III a.C.).