ἄνθεξις, -εως, ἡ
1 vínculo, unión
ταῖς ἀνθέξεσιν ἀλλήλων εἰς μίαν ἀφικέσθαι φιλίας συμπλοκήνPl.Ep.323b.
2 lucha como competición
ἐν δρόμῳ καὶ ἀνθέξειChrysipp.Stoic.3.123.
ταῖς ἀνθέξεσιν ἀλλήλων εἰς μίαν ἀφικέσθαι φιλίας συμπλοκήνPl.Ep.323b.
ἐν δρόμῳ καὶ ἀνθέξειChrysipp.Stoic.3.123.