< Ἀνθέμων
ἄνθεξις >
ἀνθεμωτός
,
-ή, -όν
adornado de flores
καλυπτήρ
IG
2
2
.1627b.306 (IV a.C.),
ἐπισπαστήρ
ID
1439 Abc 1.47 (II a.C.).