< ἀνεφής
ἀνέφικτος >
ἄνεφθος
,
-ον
no hervido
,
no cocido
καταπλάσματα
Antyll. en Orib.9.2.43,
μέλι
Gal.6.354,
φακή
Gp
.10.67.1.