ἀνέφικτος, -ον
I
ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷPh.1.228,
οὐρανόςLXX 3Ma.2.15,
δύναμιςPlu.2.54d,
ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοιςI.AI 17.260,
φύσιςIul.Or.3.82d, cf. Luc.Herm.67, Pr.Im.23
•subst. τό, τά:
ὁ ἄφρων νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶνPh.1.59, cf. Phld.Rh.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170b.11, Aristeas 223.
2 gram. inadmisible gramaticalmente, agramatical
ἄλλου δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρουA.D.Synt.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.
II adv. -ως de modo incomprensible del Padre
τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτωςSymb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.3.