< ἀνασπάω
ἀνασπογγίζω >
ἄνασπις
,
-ιδος
que no embraza escudo
ὁπλοφόρους δ' ὀλέκουσιν ἀνάσπιδες
Nonn.
D
.30.18, cf. 36.262.