< ἀνανοστέω
ἀνανταγώνιστος >
ἄναντα
• Prosodia:
[ᾰ-]
I
adj. neutr. plu.
1
cosas
no trituradas
S.
Fr
.294.
2
ἄναντα· ἀνωφερῆ. τινὲς δὲ τὰ μὴ βεβρεγμένα
Hsch.
II
adv.
cuesta arriba
ἧλθον
Il
.23.116.