ἀνανταγώνιστος, -ον


I al que nadie se enfrenta ἀνανταγώνιστοι ... οὐκ ἀπίασιν no se marcharán sin que se les presente batalla Th.4.92
no disputado γέρας Ph.1.646.

II 1indiscutible, sin rival εὔνοια Th.2.45
incomparable ἀρετή Ph.2.6.

2 irresistible σθένος Plb.Fr.44, ἄμαχος ... καὶ ἀνανταγώνιστος Plu.Phoc.14, ἐρώτημα Polem.Call.50, δύναμις D.C.40.13, ἐρύματα Procop.Aed.6.7.10, ἰσχύς Sud.s.u. Ἀντίπατρος.

III adv. -ως indiscutiblemente ἵνα τυγχάνωσιν αὐτῆς (δόξης) ἀ. Plu.2.1128b.