< Ἀλύχμιος
ἀλύω >
ἄλυχνος
,
-ον
no iluminado
,
sin luces
ζοφοδορπίδαν ὡς ἄλυχνον
D.L.1.81, pred. de pers.
ἐν ἄντροις ἄλυχνος ... μόνος
E.
Fr
.421.