ἄλειπτος, -ον
I
οὕσπερ καὶ μόνους (ἀγῶνας) ἠγωνίσατο ἄ.INap.47.6 (II d.C.),
πύκτης ἄ.PAgon.6.54 (II d.C.), FD 1.556.3 (III d.C.), ITralleis 113.9 (III d.C.),
τρισπερίοδος ἄ.IO 243.4 (III d.C.),
παγκρατιαστὴς περιοδονίκης ἄ.Stud.Pal.20.58.2.3 (III d.C.), tb. de gladiadores
ἐκ παιδὸς ἄ.IBeroeae 388.3 (II/III d.C.),
ῥητιάρις πέντε πυκτεύσας ἄ.Robert, Les Gladiateurs 76.4 (Amasia, imper.),
ἄ. ἀπέθανεIKyzikos 1.400 (imper.).
II adv. -ως
1 de manera invencible, fig. sin desaliento
ἐξ ἰδίων καμάτων, βίον ἀσκήσαντες ἀλίπτωςInscr.Phryg.95.
2 íntegramente
τὴν ἀπόδοσιν φανήσεταί σοι ὀρθῶς ἀποδιδομένη καὶ ἀλείπτωςPorph.in Cat.124.2,
ἀ. εἰπεῖνhablar sin dejar nada por decir Cyr.H.Catech.16.2.