ἄλειπτος, -ον


I 1agon., de atletas no superado, invicto D.Chr.28.9, SB 5725 (imper.), οὕσπερ καὶ μόνους (ἀγῶνας) ἠγωνίσατο ἄ. INap.47.6 (II d.C.), πύκτης ἄ. PAgon.6.54 (II d.C.), FD 1.556.3 (III d.C.), ITralleis 113.9 (III d.C.), τρισπερίοδος ἄ. IO 243.4 (III d.C.), παγκρατιαστὴς περιοδονίκης ἄ. Stud.Pal.20.58.2.3 (III d.C.), tb. de gladiadores ἐκ παιδὸς ἄ. IBeroeae 388.3 (II/III d.C.), ῥητιάρις πέντε πυκτεύσας ἄ. Robert, Les Gladiateurs 76.4 (Amasia, imper.), ἄ. ἀπέθανε IKyzikos 1.400 (imper.).

II adv. -ως

1 de manera invencible, fig. sin desaliento ἐξ ἰδίων καμάτων, βίον ἀσκήσαντες ἀλίπτως Inscr.Phryg.95.

2 íntegramente τὴν ἀπόδοσιν φανήσεταί σοι ὀρθῶς ἀποδιδομένη καὶ ἀλείπτως Porph.in Cat.124.2, ἀ. εἰπεῖν hablar sin dejar nada por decir Cyr.H.Catech.16.2.