< ἄλειπτος
ἀλείπτρια >
ἀλειπτός
,
-όν
• Alolema(s):
ἄλειπτον
Hdn.Gr.2.472
untado
Hdn.Gr.2.472
•
subst. τὰ ἀ.
untos
ἐπίχρισις ἀλειπτῶν
Hp.
Liqu
.7.