ἄθῡμος, -ον
I
ἀσκελέες καὶ ἄ.Od.10.463,
ὡς ἄ. εἰσελήλυθαςS.OT 319,
ποεῖ μ' ἄθυμονAr.Lys.709,
στράτευμαAen.Tact.26.8,
εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασινX.An.1.4.9, cf. Hp.Epid.3.17.2, Men.Fr.336.2, Philostr.Im.1.4.1.
2 pusilánime, sin valor guerrero
κακὸς καὶ ἄ.Hdt.7.11,
οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνειS.Fr.927, cf. A.Th.616, Pl.R.456a, de pueblos asiáticos, Arist.Pol.1327b28.
II que acaba con el valor, desalentador
ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντεςA.Eu.770.
III adv. -ως desanimadamente, sin ánimos
ἀ. πρὸς τὸ δεῖπνον ἔχεινX.HG 4.5.4, cf. Isoc.3.58,
ἀ. διάγεινX.Cyr.3.1.24, compar.
ἀθυμοτέρως διάγεινIsoc.4.116,
πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀ. διέκειτοPlb.4.81.8.