< ἀγρέμιον
ἀγρεμών >
ἄγρεμος
,
-ου, ὁ
quizá
palo
,
asta
s. cont., Hdn.Gr.2.424, cf. Theognost.
Can
.p.64.16,
ἀγρεμον· τὸν κάμακα ... ἢ λαμπάδα, ἢ δόρυ
Hsch. (cód.), pero v. ἀγρεμών
3
.