< ἄγρεμος
ἀγρέος >
ἀγρεμών
,
-όνος, ὁ
1
sacerdote que recibe ciertas ofrendas mensuales
dud., A.
Fr
.141.
2
cazador
Hsch.,
EM
α
189.
3
ἀγρεμόν<α>· τὸν κάμακα ... ἢ λαμπάδα, ἢ δόρυ
Hsch., pero v. ἄγρεμος.
• DMic.:
a-ke-re-mo
.