< ἀβλεψία
Ἄβληρος >
ἄβληρα
,
-ων, τά
riendas
Hsch. (acent. ἀβληρά ed.), Hdn.Gr.2.465, cf. αὔληρα, εὔληρα.
• Etimología:
*ἄϜληρα, de *
u̯el/ul
c. ἀ- protética.