ἀβλεψία, -ας, ἡ
1 ceguera, Cyran.4.13,
ἀ. τελείαGal.14.776
•fig.
ἡ πρὶν ἐνοῦσα τοῖς ψυχικοῖς αὐτῶν ὄμμασι ... ἀβλεψίαOrigenes Fr.94 in Eu.Io.,
αἰτία τῆς ἀβληψίας ταύτης ... ἡ λυγρὰ ἔριςHierocl.in CA 25,
ἡ ἀ. τῆς καρδίας σουA.Mart.7.34
•fig. ignorancia, desconocimiento
ἡ γὰρ τούτων ἀβλεψία πάντων [ἀ]ρχηγὸ[ς] κακῶ[νPolystr.Contempt.32.12
•distracción, despiste Suet.Claud.39, Seru.Aen.7.647
•ofuscación, obstinación Cyr.
2 invisibilidad, PMag.13.267
•oscuridad
δι' ἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας ἰδεῖν καὶ γνῶναιDion.Ar.Myst.2.