< ἁρματοκολλιστής
ἁρματομαχέω >
ἁρμᾰτόκτυπος
,
-ον
procedente del estrépito de los carros
ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον
A.
Th
.204.