ἁρμᾰτοτροχιά, -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ép. ἁρμᾰτροχιή Il.23.505; tb. ἁρματροχιά Ph.1.312, Q.S.4.516, Phot.α 2842


rodera, releje, surco de las ruedas del carro οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ ... ἐν λεπτῇ κονίῃ Il.l.c., cf. Q.S.l.c., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἁρματοτροχιᾶς ... μηδὲν παραβάντας Luc.Dem.Enc.23, cf. Ael.VH 2.27, τὰς ἁρματοτροχιάς ἀλεείνειν Luc.l.c., cf. Ph.l.c., Phot.l.c.