< ἁρματοτροφέω
ἁρμᾰτοτροχιά >
ἁρματοτροφία
,
-ας, ἡ
cría de caballos de tiro
τὸ δὲ πάντων κάλλιστον ... εἶναι ἐπιτήδευμα ἁρματοτροφίαν
X.
Hier
.11.5.