ἁρμᾰτηλάτης, -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ᾱς Pi.P.5.115
• Prosodia: [-λᾰ-]
1 conductor de carro, auriga, cochero
ἁ. σοφόςPi.l.c.,
εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα(Orestes) S.El.700,
χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάταςX.Smp.2.27,
op. πεζόςX.Cyr.7.1.15,
op. ἱππεῖςX.Cyr.8.5.8, I.AI 6.40
•no op. ἱππεῖς:
ἁρματηλάται τε ὄντες καὶ ἱππῆςD.C.39.51.3,
ἐπιστάτης ἁρματηλατῶνPlu.2.587d, cf. Luc.Zeux.9, Philostr.Gym.26, LXX 2Ma.9.4.
2 medic. venda de carretero Gal.18(1).825.