< ἁρμᾰτηλάτης
ἁρμᾰτήλᾰτος >
ἁρματηλατικός
,
-ή, -όν
de carretero
un tipo de vendaje
μονομερής
Sor.
Fasc
.166.25,
διμερής
Sor.
Fasc
.167.3,
τετραμερής
Sor.
Fasc
.167.10.