ἁρμόζω
• Alolema(s): tb. -σσω; át. -ττω
• Morfología: [part. pres. ἅρμοσσον Hp.Art.37; perf. med. ἅρμοκται Ecphant.79.10; aor. pas. ἁρμόχθη Philol.B 1; en jón. át. formas c. -σ- en aor. pas. y perf. med.]


A tr.

I c. ac. de obj. ext.

1 de concr. unir, trabar, ajustar c. dat. o prep. y dat. ἥρμοσεν (sc. δοῦρα) ἀλλήλοισι Od.5.247, σφᾶς σιδηραῖς ... ἐν ἄρκυσιν E.Ba.231, cf. Ezech.233, λίθον ... τῇ σφενδόνῃ I.AI 6.189, βέλος ... νευρῇ Nonn.D.24.139.

2 de abstr. adecuar, acompasar c. dat. βίοτον ... ἥβᾳ Pi.N.7.98, βάσει βάσιν ἅρμοσαι acompasa tu paso al mío S.OC 198, αἰσθέσει πάντα Philol.B 11.

3 de pers., esp. de mujeres comprometerse, concertar una boda c. dat. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (Afrodita) concertando públicamente la unión ya consumada entre el dios y la hija de Hipseo Pi.P.9.13, ἁρμόσαι οἱ τὴν θυγατέρα Philostr.VS 610, en v. pas. ἐκείνῳ τῇδέ τ' ἦν ἡρμοσμένα entre aquél y ésta existe un compromiso S.Ant.570, ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρί LXX Pr.19.14
en v. med. mismo sent. y constr. ἡρμοσάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρί fig. de la unión sacerdotal a la Iglesia crist. os desposé con un único varón 2Ep.Cor.11.2
en v. med. sólo c. el ac. concertar el propio matrimonio τοῦ Παυσανίης ... ἡρμόσατο θυγατέρα Hdt.5.32, cf. 3.137
tb. abs., en v. act. concertar la boda Pi.P.9.117, Hdt.9.108.

4 poner, plantar el pie ποδὸς ἴχνια Simon.124.4D, κἀπὶ γαίας ... πόδας E.Or.233
calzar ἀρβύλαισιν ... πόδας E.Hipp.1189
de armaduras, prendas, etc. ceñir Κρονίων ... Ἕκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ Il.17.210
de caballos enfrenar, embridar ψαλίοις ἵππους E.Rh.27
aplicar (sc. φάρμακον) S.Tr.687, στόμ' ἅρμοσον bésame E.Tr.763.

5 de un cuerpo social, etc. gobernar οἵ τε ... ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Pi.N.8.11, τὴν Ἀσίαν Luc.Tox.17
abs. esp. en Esparta ejercer la magistratura de harmosta ἁρμόζοντας ἐν ταῖς πόλεσι X.Lac.14.2.

6 en v. med. de instrumentos musicales afinar, templar αὐτὸν ... Δωριστὶ ... ἁρμόττεσθαι ... τὴν λύραν Ar.Eq.989, cf. Pl.R.349e, 591d, Phd.85e, Plu.2.615b, τὸν αὐλόν Luc.Harm.1, τῶν χορδῶν ἑκάστην Aristox.Harm.16.2, cf. Porph.Sent.18
en v. act. ψαλτήριον LXX Ps.151.2.

II c. ac. de resultado.

1 formar, unir, armar χαλκῷ ... σχεδίην Od.5.162, ναυπηγίαν E.Cyc.460
encajar, encastrar τοὺς ἁρμούς IG 22.463.72 (IV a.C.), cf. 244.88, 100 (IV a.C.), Aen.Tact.18.11
montar τοὐπτάνιον Hegesipp.Com.1.19
colocar una lápida ἥρμοσε τίτλον MAMA 7.553.9 (Frigia Oriental)
componer ἐξ ἐπέων ... τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν Pi.P.3.114, en v. pas. en cont. fil. ἐκ τούτων ... πάντα ... ἁρμοσθέντα Emp.B 107, ἁ φύσις ... ἁρμόχθη ἐξ ἀπείρων Philol.B 1.

2 arreglar, adornar χαίταν στεφάνοισιν Pi.I.7.39
en v. med. prepararse, disponer para sí αἶκλον ... ἁρμόξατο Alcm.95b
ἰητρικὴν ξύνεσιν ἁρμόζεσθαι Hp.Lex.2.

3 en v. act. o med. en cont. de mús. ajustar, armonizar, componer μέλη ... τὸν γλυκὺν ἐς παίδων ἵμερον ἡρμόσατο Simon.126.4D., Λυδὸν ὃς ἅρμοσε Telest.2.2, τὸ σύμφωνον Pl.Phlb.56a, τὸ ᾆσμα ἡρμόσατο Philostr.Her.72.18
c. ac. int. conseguir la armonía ἁρμονίαν καλλίστην ἡρμοσμένος Pl.La.188d, τὴν ἐν τῷ σώματι ἁρμονίαν ... ἁρμοττόμενος Pl.R.591d, τὴν ἁρμονίαν ἁρμόττονται Aristox.Harm.61.7
abs., part. ἁρμόττων armónico ἁρμόττουσα ἀναστροφή Phld.Mus.4.12.10, cf. 4.23.34, esp. en part. perf. pas. τὸ ἡρμοσμένον μέλος melodía armónica Aristox.Harm.20.18, cf. 23.17, Anon.Bellerm.46, 48
subst. armonía ἀναιρεῖν τὸ ἡρμοσμένον Aristox.Harm.24.11, cf. 48.8, Anon.Bellerm.30
fig. ἡρμοσμένης τῆς ψυχῆς alma en armonía, equilibrada Pl.R.554e, τῆς διανοίας τὸ ἡρμοσμένον Luc.Nigr.26.

III c. inf. convenir σιγᾶν ἂν ἁρμόζοι σε τὸν πλείω λόγον más valdría que tú callaras el resto de la conversación S.Tr.731, λόγους, οὓς ... ἁρμόσει λέγειν D.18.42, πάντα τὰ τοιαῦτα ... καλεῖν D.21.166, τὰ τοιαῦτα ... ῥηθῆναι Isoc.9.72
c. inf. y dat. κἀμοὶ νῦν ... εἰπεῖν D.24.4, οὔτε ... μοι ... οἰκεῖν D.40.57.

B intr. gener. c. dat. o prep.

I 1en v. act. ceñir, ajustar ἥρμοσε δ' αὐτῷ (sc. θώρηξ) Il.3.333, θώραξ ... περὶ τὰ στέρνα X.Cyr.2.1.16
de un vendaje adaptarse τὸ ἅρμοσσον σχῆμα τῷ χωρίῳ Hp.Art.37
encajar, sentar bien ἆρ' ἁρμόσει (sc. τὰ ὑποδήματα) μοι; Ar.Th.263, cf. Pl.Com.137, en medic. τὸ ἀπόζεμα ... ἁρμόζον πρὸς πλευρὰς πόνους la decocción sienta bien para los dolores de costado Dsc.1.2
sin dat. τὸν ἁρμόττοντα ... χιτῶνα X.Cyr.1.3.17, τὸ τοῦ Ξενοφάνους ἁρμόττει Arist.Rh.1377a19, τοῖς ἁρμόζουσι λόγοις Plb.1.44.1
adecuarse, amoldarse πρὸς τὴν παροῦσαν ... ἁρμόζου τύχην Com.Adesp.1411, χρὴ ... ἡρμοσμένον ἐν οἷς αὐτὸς ... κράτιστός ἐστι ποιεῖσθαι τὰς ἐρωτήσεις las preguntas han de hacerse ajustándose a aquello en que uno es más competente Plu.2.43b.

2 en v. act. y med. en cont. de mús. ajustarse οὔτ' ἐ]ν βαρυπενθέσιν ἁρ[μόζει μ]άχαις φόρμιγγος ὀμφά B.14.12, οἱ δὲ κιθαρῳδοὶ ... τούτοις (τοῖς τρόποις) ἁρμόζονται Anon.Bellerm.28
fig. abs. de un plato resultar armonioso Macho 474.

3 cien. coincidir, corresponder τῶν ἀπορροῶν τὰς μὲν ἁρμόττειν ἐνίοις τῶν πόρων Pl.Men.76c (= Gorg.B 4), τῆς σφαίρας ... τὰ σημεῖα ἐπὶ τὰ σημεῖα Papp.612.14, ἑτέρα ... διάθεσις ζῳδίων ἁρμόζουσα τῇ πρότερον φανείσῃ Hero Aut.1.4
adaptarse φύσις ... ποτί τε τὸν κόσμον ἅρμοκται Ecphant.l.c.

4 atribuirse, aplicarse, asignarse c. prep. τάδ' οὐκ ἐπ' ἄλλον ... ἁρμόσει esto no recaerá sobre otro S.Ant.1318, εἴς τι τούτων (sc. τῶν γενῶν) ... ἁρμόττειν Pl.Plt.289b, cf. 286d
c. dat. εἰ μὴ τάδε ... πᾶσιν ἁρμόσει βροτοῖς S.OT 901.

5 convenir, ser adecuado c. dat. ἃ δ' ἁρμόσει ... τῷ παρόντι S.El.1293, τὸ πρᾶγμα ... ἅπασιν ἡμῖν Ar.V.872, ὁ λόγος ... τοῖς καιροῖς Isoc.9.34, τὰ λεγόμενα ... ἀλλήλοις Pl.La.188d, οὐδέτερον ... συμποσίῳ γένος Plu.2.712e, οὐδένα (στρατηγόν) ἁρμόζοντα αὐτῷ (πολέμῳ) D.C.36.27.4, τὴν ἁρμόζουσάν σοι εὔνοιαν PBremen 49.4 (II d.C.)
c. prep. τῶν ὀρνίθων ὃς ἂν ἁρμόττῃ καθ' ἕκαστον Ar.Au.564, τὸ σεμνότατον ... πρὸς τὴν σεαυτοῦ φύσιν ἁρμόττον D.61.24
abs. ξείνι' ἁρμόζοντα presentes adecuados Pi.P.4.129, ἁρμόττοντες λόγοι Isoc.4.82, ὅσσα ἥρμοττε D.C.45.6.3, ἁρμόζουσα γνώμη Plu.2.801b, τυχεῖν τῶν ἁρμοζόντ[ων obtener las cosas adecuadas e.d. el castigo apropiado, SB 12022.16 (II d.C.).

6 en v. med. dar la conformidad τοῖς προτεταγμένοις POxy.2666.1.20 (IV d.C.), ἵνα ἐγνωκὼς ἁρμόσῃ para que, enterado, des tu visto bueno, POxy.2667.14 (IV d.C.).

II tard. pertenecer Ῥωμαίοις ἁρμόζει τήμερον (sc. Σουανία) Men.Prot.p.19.
• DMic.: a-ra-ro-mo-te-me-na.
• Etimología: Deriv. de ἅρμα o ἅρμο (mic. a-mo) sobre un tema en dental o gutural. La aspiración es secundaria.