ἁρμοζόντως
• Alolema(s): át. ἁρμοττόντως Ph.Mech.82.4, Iambl.Comm.Math.17, Sch.Ar.Nu.253


adv. convenientemente, de modo adecuado c. dat. ἁ. τοῖς ὑπάρχουσι τόποις Ph.l.c., ἁρμοζόντοις (sic) τοῖς ἰν τοῖ<ς> ψαφίσματι γεγραμμένοις IM 38.10 (III a.C.), τοῖς ἀνθρώποις ἁ. φαίνεσθαι UPZ 110.77 (II a.C.), τῇ χρείᾳ D.S.3.15, ἁ. τῷ πάθει Gal.18(1).773, ἁ. λέγειν τοῖς παροῦσιν I.AI 6.10, ἑκατέρῳ τε χρώμεθα ἁ. Iambl.l.c., c. gen. ἁ. δὲ τῶν φιλοσόφων ἐπιγράφει Sch.Ar.l.c.