< ἁρμοστής
ἁρμοστός >
ἁρμοστικός
,
-ή, -όν
1
adaptable
πᾶσα ψυχή
Theol.Ar
.34 (cód.),
ἐνέργεια
Procl.
in Ti
.2.216.22, cf. 1.358.15.
2
lat.
sponsalis
,
Gloss
.2.245.