< ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής >
ἁμάρτιον
,
-ου, τό
• Prosodia:
[ᾰ-]
yerro
,
error
,
culpa
δίδυμα ... ἁμάρτια
A.
Pers
.676,
διπλᾶ
A.
A
.537.