< ἁμαρτής
ἁμαρτητικός >
ἁμάρτησις
,
-εως, ἡ
pecado
ἐὰν ὡρισμένης τῆς ἡμέρας ταύτης ἔτι ἁ. γένηται, μὴ ἔχειν αὐτοὺς σωτηρίαν
Herm.
Vis
.2.2.5.