< ἁλοτρίβανος
ἁλοτροφέω >
ἁλότρῐψ
,
-ῐβος, ὁ
• Prosodia:
[ᾰ-]
mano de almirez
,
majadero
δικάρανον ἁλοτρίβα
AP
6.306 (Aristo).