< ἁλοτειχής
ἁλότρῐψ >
ἁλοτρίβανος
,
-ου, ὁ
mano de almirez
,
majadero
,
Et.Gen
.1124,
Gloss
.2.544, cf. ἀλατρίβανος, ἀλετρίβανος.