< ἁλυσίδιον
ἁλυσιδωτός >
ἁλυσίδωσις
,
-εως, ἡ
• Grafía:
graf. ἁλεισ-
anilla
,
argolla
ὁ δὲ ἀργύρεος τελαμὼν εἶχέ τι καὶ ἁλεισιδώσεως
Eust.1154.34.