ἁλυσίδιον, -ου, τό
• Grafía: graf. ἀλυσείδιον Hero Spir.1.20, 38
• Prosodia: [ᾰλῦσῐ-]
cadenilla, cadenita en ciertos aparatos
πρὸς δὲ τῷ Ζ ἁλυσείδιον ἀποδεδέσθω βάρος μολιβοῦν ἔχον τὸ ΞHero Spir.1.20, cf. 1.38, esp. de metales preciosos
ἁλυσειδίοις χρυσοῖς ἀνήρτητοdel efod Ph.2.152, en ajuares y dotes de mujeres
περιχειρίδιον ἓν καὶ ἁλυσίδιονID 1417B.2.46 (II a.C.), cf. POxy.496.3 (II d.C.), 528.20 (II d.C.), CPR 1.21.13 (III d.C.), SB 9372.10 (III d.C.).