ἁλεία 1
,
ἁλεία 2
.
< ἀλεία
ἁλεία >
ἁλεία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
ἁλέα
IPr
.111.138 (I a.C.),
FD
4.293.4 (II d.C.)
sg. colect.
salinas
,
FD
4.280D6 (II a.C.), 293.4 (II d.C.), tb. plu.
IPr
.l.c.
< ἁλεία
Ἅλεια >
ἁλεία
v. ἁλιεία.