ἁβρύνω
I
μὴ γυναικὸς ἐν τρόποις ἐμὲ ἅβρυνεA.A.919.
2 c. ac. int. volverse elegante o remilgado
τὴν ἐσθῆτα ἥβρυνε καὶ τὸν αὐχμὸν ἀπετρίψατοPhilostr.VS 567.
3 fig. amenizar en v. pas.
ἡ ... τῆς ὁδοιπορίας καταγωγὴ φοίνιξι καὶ πηγαῖς ἁβρυνομένηGr.Nyss.V.Mos.75.10.
II v. med.
1 ser delicado, ser remilgado
ἁβρύνεται γὰρ πᾶς τις εὖ πράσσων πλέονse hace uno delicado en los tiempos de ventura A.A.1205
•c. dat.
δοῦλος, οὐχ ἁβρύνομαι τωδ'soy un esclavo, no hago remilgos por ello E.IA 858.
2 ataviarse, engalanarse c. dat.
παρυφίδα ... οἷς νῦν ὁ τῶν γυναικῶν ἁβρύνεται βίοςClearch.48.
3 presumir, complacerse
ὁ δ' ... κοινῇ καθ' ἡμῶν ἐγγελῶν ἁβρύνεταιS.OC 1339,
αὐτὸς ἐκαλλυνόμην τε καὶ ἡβρυνόμην ἂν εἰ ἠπιστάμην ταῦταPl.Ap.20c, cf. Ael.NA 5.5, c. dat.
ἡβρύνετο τῷ βραδέως διαπράττεινX.Ages.9.2
•complacerse
τοῖς ὡραίοιςClearch.25.