< ἅβρυνα
ἁβρύνω >
ἁβρυντής
,
-οῦ, ὁ
remilgado
οἱ ... μαλθακῶς βλέποντες ἁβρυνταί, καλλωπισταί, μοιχικοί
los que miran tiernamente son remilgados, dados a los afeites y conquistadores de casadas
Adam.1.23.