ἀωρότης, -ητος, ἡ
            • Morfología:   [ac. ἀωρότηταν SEG 6.140.10 (Frigia IV d.C.), quizá f.l. por ἀωροτάτην] 
muerte prematura
κλήι σε πατὴρ ... τὴν σὴ[ν] ἀωρότηταν κὲ ἀθαλάμευ[τον] ἡλικίανSEG l.c.
κλήι σε πατὴρ ... τὴν σὴ[ν] ἀωρότηταν κὲ ἀθαλάμευ[τον] ἡλικίανSEG l.c.