< Ἄωρος
ἀωρότης >
ἀωροσύνη
,
-ης, ἡ
inmadurez
ἡρπάσθην ... ἕκτον ἀωροσύνης μῆνα παρερχόμενος
IMEG
73.4 (Ábidos II d.C.).