ἀωρία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Herod.3.29, Aret.CD 1.4.15
1 inoportunidad en ac. como adv. tarde, a destiempo
οἱ πρυτάνεις ... ἀωρίαν ἥκοντεςAr.Ach.23, tb. en dat.
ποῖ βαδίζεις ἀωρίᾳ;Luc.Asin.24,
ἀωρίᾳ τάφον ὑπερβῆναιIambl.Fr.27
•como subst. c. el gen. νυκτός bien entrada la noche, tarde en la noche
νυκτὸς ἀωρίᾳHld.4.17.5,
ἦν γὰρ ἀ. τῆς νυκτὸς μεσούσηςera la intempestiva hora de la medianoche Alciphr.3.11.1, cf. Hsch.
•abs. medianoche
ἐβάδιζον δ' ἀπὸ δείπνου· κνέφας δ' ἦν ἄρτι κοὐκ ἀ.Pherecr.88,
ἀ. ἦνAel.Fr.81
•fig. muerte intempestiva, prematura
ὁρῶ ὑμᾶς δακρύοντας ... τὴν ἀωρίαν τῆς κόρης ἐλεοῦνταςHld.10.16.5.
2 c. gen. mal momento, inoportunidad
ἀωρίῃ τοῦ πρήγματοςAret.l.c., cf. Procop.Arc.14.1
•abs. mala edad, vejez Herod.l.c.
•mala estación
οὐδ' ἀωρίαν τινὸς θέρους ἢ χειμῶνος ... παραλυπῆσαι τὴν ῥώμην λέγουσινPlu.2.322a,
ἀωρίαις καὶ δυσκρασίαις καὶ κρύψεσιν ἡλίουPlu.2.371b
•fig. calamidad, desgracia
μείναντες αὐγὴν ἐν ἀωρίᾳ περιεπάτησανLXX Is.59.9.