ἀωρί
• Alolema(s): ἀωρεί PFay.19.2 (II d.C.)
a deshora, intempestivamente
1 muy pronto, prematuramente
ἀ. πόντου κύματ' εὐρέως περᾷE.Fr.921,
ἀλεκτρύονα ... παραλαβὼν ἀ. κοκκύζοντα καὶ πλανώμενον, κατέκοψενHeraclid.Com.1.2, cf. PFay.l.c.
2 muy tarde
ἀ. τῶν νυκτῶνAntipho 2.1.4, 4.5,
ἀ. νύκτωρAr.Ec.741,
νυκτὸς ἀ.Theoc.11.40, 24.38,
τοῖς ἀ. βαδίζουσινPolyaen.2.34,
τοῖς ἀ. δείπνων ἐπανιοῦσινLuc.Bis Acc.1,
ἐστὶ δ' ἀ. καὶ σκότοςAP 12.116 (Anon.),
οὐκ ἦν ἀ. λούστηςM.Ant.1.16.8.