ἀχρηστόω
hacer inútil, inutilizar
ἐπειδὴ πάντα ἐσθίων, μιαίνει καὶ ἀχρηστοῖde un topo, Horap.1.50
•corromper
ἠχρήστωσαν τὴν Ἑλλάδα φωνήνSch.Er.Il.2.867, cf. Eust.367.40.
ἐπειδὴ πάντα ἐσθίων, μιαίνει καὶ ἀχρηστοῖde un topo, Horap.1.50
ἠχρήστωσαν τὴν Ἑλλάδα φωνήνSch.Er.Il.2.867, cf. Eust.367.40.