ἀχρημᾰτία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Eus.Mynd.7
falta de dinero, penuria
αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματίαTh.1.11, cf. D.H.7.24, Plu.Fab.2, D.C.73.8.4, Epit.8.26.14, Lib.Decl.1.91,
οἱ μάταιοι τῶν ἀνθρώπων τῶν δὲ σπουδαίων ... ἀχρηματίην καταγνῶσιEus.Mynd.l.c.