< ἀχρήϊστος
ἀχρημᾰτία >
ἀχρημᾰτέω
no tener dinero
ἱκανῶς ὁ δεσπότης ἀχρηματεῖ
Tz.
Ep
.108, cf. Hsch.
π
1392 (ap. crít.).